- ὀπιθόμβροτος
- ὀπῐθόμβροτος1 that follows after men
ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει P. 1.92
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει P. 1.92
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οπιθόμβροτος — ὀπιθόμβροτος, ον (Α) αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. τού ὄπισθεν + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί … Dictionary of Greek
ὀπιθόμβροτον — ὀπιθόμβροτος following a mortal masc/fem acc sg ὀπιθόμβροτος following a mortal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek
οπισθόμβροτος — ὀπισθόμβροτος, ον (Α) βλ. ὀπιθόμβροτος* … Dictionary of Greek